καύσιμος

καύσιμος
-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) [καύσις]
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών τής κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να καεί, αυτός που χρησιμεύει για παραγωγή θερμότητας: Δεν έχουν μεγάλες ποσότητες καύσιμης ύλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καύσιμον — καύσιμος combustible masc/fem acc sg καύσιμος combustible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυσίμοις — καύσιμος combustible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυσίμου — καύσιμος combustible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυσίμων — καύσιμος combustible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυσίμῳ — καύσιμος combustible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσιμα — καύσιμος combustible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • καυσιμότητα — η [καύσιμος] η ιδιότητα μερικών υλών να αναφλέγονται, να καίγονται εύκολα, η ευφλεκτότητα …   Dictionary of Greek

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”